θηριομαχίᾳ

θηριομαχίᾳ
θηριομαχίᾱͅ , θηριομαχία
fighting with wild beasts
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θηριομαχία — θηριομαχίᾱ , θηριομαχία fighting with wild beasts fem nom/voc/acc dual θηριομαχίᾱ , θηριομαχία fighting with wild beasts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριομαχία — Δημόσιο θέαμα στην αρχαία Ρώμη. Καθιερώθηκε από το έτος 186 π.Χ., για να γιορταστεί η νίκη εναντίον των Αιτωλών. Αρχικά, περιοριζόταν σε αγώνες μεταξύ θηρίων, αργότερα όμως εμφανίστηκαν οι πρώτοι θηριομάχοι, που ήταν οπλισμένοι και μάχονταν με τα …   Dictionary of Greek

  • θηριομαχία — η 1. πάλη ανάμεσα σε ζώα. 2. είδος αγωνίσματος, όπου ένας άνθρωπος παλεύει με ένα θηρίο: Για τους Ρωμαίους οι θηριομαχίες ήταν πολύ διασκεδαστικό θέαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηριομαχίας — θηριομαχίᾱς , θηριομαχία fighting with wild beasts fem acc pl θηριομαχίᾱς , θηριομαχία fighting with wild beasts fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριομαχίαν — θηριομαχίᾱν , θηριομαχία fighting with wild beasts fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριομαχιῶν — θηριομαχία fighting with wild beasts fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριομαχίαις — θηριομαχία fighting with wild beasts fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατροκυνηγέσιον — και θεατροκυνήγιον, τὸ (Μ) αγώνας ζώων ή θηριομαχία μέσα στο αμφιθέατρο, στην αρένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κυνηγέσιον) …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • θηριομαχείον — θηριομαχεῑον, το (Μ) [θηριομάχος] τόπος όπου γίνεται θηριομαχία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”